οβολοστάτης — ὀβολοστάτης, ου, ὁ, θηλ. ὀβολοστάτις, ιδος (Α) αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής δανειστής, ο τοκογλύφος («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῑα καὶ τόκοι τόκων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + στάτης (< συνεσταλμένη… … Dictionary of Greek
ὀβολοστάτης — weigher of obols masc nom sg ὀβολοστατέω weigh obols imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολοστάται — ὀβολοστάτης weigher of obols masc nom/voc pl ὀβολοστάτᾱͅ , ὀβολοστάτης weigher of obols masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολοστατῶν — ὀβολοστάτης weigher of obols masc gen pl ὀβολοστατέω weigh obols pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολοστάτην — ὀβολοστάτης weigher of obols masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολοστάτις — ὀβολοστάτης weigher of obols fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβολοστάτας — ὀβολοστάτᾱς , ὀβολοστάτης weigher of obols masc acc pl ὀβολοστάτᾱς , ὀβολοστάτης weigher of obols masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβολοστατήρ — ὀβολοοτατήρ, ῆρος, ὁ (Α) οβολοστάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + στατήρ] … Dictionary of Greek
οβολοστατική — ὀβολοστατική, ἡ (Α) [οβολοστάτης] (ενν. τέχνη) το επάγγελμα τού οβολοστάτη, τού τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο … Dictionary of Greek
οβολοστατώ — ὀβολοστατῶ, έω (Α) [οβολοστάτης] ζυγίζω οβολούς, δηλ. ασκώ το επάγγελμα τού τοκογλύφου («ἁρπάζουσιν, ἐπιορκοῡσι, τοκογλυφοῡσιν, ὀβολοστατοῡσι», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek