ὀβολοστάτης

ὀβολοστάτης
ὀβολο-στάτης [pron. full] [ᾰ], ου, , ([etym.] ἵστημι)
A weigher of obols, i. e. petty usurer, Ar.Nu.1155, Hyp.Fr.154, Antiph.168, Philostr.VA8.7, Onos.1.20 ; but ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες Sch.Aeschin.1.39 : perh. from στῆσαι, = δανεῖσαι ; cf. στάσιμος and Hsch. s. vv. ὀβολοστάτης, ἱστάνειν :—fem. [suff] ὀβολο-στάτις, Pl. Ax.367b, Poll.3.112 : hence [suff] ὀβολο-στᾰτική (sc. τέχνη), , the trade of a petty usurer, and generally, usury, Arist.Pol.1258b2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οβολοστάτης — ὀβολοστάτης, ου, ὁ, θηλ. ὀβολοστάτις, ιδος (Α) αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής δανειστής, ο τοκογλύφος («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῑα καὶ τόκοι τόκων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + στάτης (< συνεσταλμένη… …   Dictionary of Greek

  • ὀβολοστάτης — weigher of obols masc nom sg ὀβολοστατέω weigh obols imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοστάται — ὀβολοστάτης weigher of obols masc nom/voc pl ὀβολοστάτᾱͅ , ὀβολοστάτης weigher of obols masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοστατῶν — ὀβολοστάτης weigher of obols masc gen pl ὀβολοστατέω weigh obols pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοστάτην — ὀβολοστάτης weigher of obols masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοστάτις — ὀβολοστάτης weigher of obols fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοστάτας — ὀβολοστάτᾱς , ὀβολοστάτης weigher of obols masc acc pl ὀβολοστάτᾱς , ὀβολοστάτης weigher of obols masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβολοστατήρ — ὀβολοοτατήρ, ῆρος, ὁ (Α) οβολοστάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + στατήρ] …   Dictionary of Greek

  • οβολοστατική — ὀβολοστατική, ἡ (Α) [οβολοστάτης] (ενν. τέχνη) το επάγγελμα τού οβολοστάτη, τού τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο …   Dictionary of Greek

  • οβολοστατώ — ὀβολοστατῶ, έω (Α) [οβολοστάτης] ζυγίζω οβολούς, δηλ. ασκώ το επάγγελμα τού τοκογλύφου («ἁρπάζουσιν, ἐπιορκοῡσι, τοκογλυφοῡσιν, ὀβολοστατοῡσι», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”